προτάξας

προτάξας
προτάξᾱς , προσάγω
bring to
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)
προτάξᾱς , προτάσσω
place
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
προτάξᾱς , προτάσσω
place
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”